συνύπαρξη


συνύπαρξη
Προφορά

Ετυμολογία
συνύπαρξη μεταγενέστερη ελληνική συνύπαρξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνύπαρξη

✦ ταυτόχρονη ύπαρξη διαφορετικών πραγμάτων ή καταστάσεων
✦ αρμονική συμβίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.