συνωμοσία
Προφορά
Ετυμολογία
συνωμοσία αρχαία ελληνική συνωμοσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνωμοσία
✦ μυστική συνένωση και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για εκτέλεση εγκληματικής πράξης
✦ συνεννοημένη εχθρική ενέργεια πολλών εναντίον άλλου ή άλλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–