συνυπηρέτηση
Προφορά
Ετυμολογία
συνυπηρέτηση συνυπηρετώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνυπηρέτηση
✦ το να υπηρετεί κάποιος μαζί με άλλον
✦ η λ., συνήθ., για συζύγους, δημόσιους υπαλλήλους, που εργάζονται σε υπηρεσίες στον ίδιο τόπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–