συντροφεύω
Προφορά
Ετυμολογία
συντροφεύω σύντροφος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συντροφεύω
✦ κάνω συντροφιά, παρακολουθώ ή συνοδεύω κάποιον ως σύντροφος: δε θα ‘χω, να με συντροφέψει, καμιά παρήγορη φωνή (Ναπ. Λαπαθιώτης)
✦ γίνομαι σύντροφος με κάποιον, συνεταιρίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–