συντριπτικός


συντριπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
συντριπτικός μεσαιωνική ελληνική συντριπτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ συντριπτικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί συντριβή, καταστρεπτικός: συντριπτική νίκη
✦ που εκμηδενίζει τον αντίπαλο: συντριπτική υπεροχή – πλειοψηφία
✦ που προκαλεί ψυχική ερείπωση: συντριπτικό πλήγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συντριπτικά (Κ συντριπτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.