συντρίμμι
Προφορά
Ετυμολογία
συντρίμμι συντρίμμιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σύντριμμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συντρίμμι
✦ θραύσμα, κομμάτι: θα τα παρασύρει όλα να πάνε να σκορπίσουν, συντρίμμια, στις νότιες ακτές και να χαθούν για πάντα (Άγγ. Βλάχος)
✦ ερείπιο
✦ (μτφ. ) ηθικό, ψυχικό ράκος
Συνώνυμα
κουρέλι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–