συντρίβω
Προφορά
Ετυμολογία
συντρίβω αρχαία ελληνική συν-τρίβω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συντρίβω
✦ θρυμματίζω, κατακομματιάζω: το αεροπλάνο έπεσε και συνετρίβη
✦ (μτφ. ) καταστρέφω τελείως, αφανίζω: οι δυνάμεις μας συνέτριψαν τον εχθρό
✦ (μτφ. ) νικώ, κατατροπώνω κάποιον: η εθνική ομάδα μπάσκετ συνέτριψε την αντίπαλη ομάδα
✦ (μτφ. ) καταστενοχωρώ, καταλυπώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–