συνορίτισσα Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply συνορίτισσαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/συνορίτισσα.mp3Ετυμολογίασυνορίτισσα σύνορο Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο συνορίτισσα ✦ θηλ. συνορίτισσα που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γείτονας Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–