συνορίτης


συνορίτης
Προφορά

Ετυμολογία
συνορίτης σύνορο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνορίτης

✦ θηλ. συνορίτισσα που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γείτονας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.