συνθηκολόγηση


συνθηκολόγηση
Προφορά

Ετυμολογία
συνθηκολόγηση συνθηκολογώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνθηκολόγηση

✦ σύναψη συνθήκης, ειρήνευση
✦ υποχώρηση, συμβιβασμός
✦ (στρατ.) παράδοση στον εχθρό υπό όρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.