συνθετικός


συνθετικός
Προφορά

Ετυμολογία
συνθετικός μεταγενέστερη ελληνική συνθετικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ συνθετικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη σύνθεση
✦ που γίνεται με σύνθεση, που προκύπτει από σύνθεση
✦ (για προϊόντα) τεχνητός, που είναι απομίμηση φυσικού προϊόντος και παρήχθη με τεχνικά μέσα: συνθετικό μαλλί
✦ ουδ. το συνθετικό(ν) ως ουσ., καθεμιά από τις λέξεις που απαρτίζουν άλλη σύνθετη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συνθετικά (Κ συνθετικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.