συνθεατής
Προφορά
Ετυμολογία
συνθεατής συν + θεατής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συνθεατής
✦ ο μαζί με άλλον ή άλλους θεατής θεατρικής παράστασης ή δημοσίου θεάματος: περιφέρει το βλέμμα του παρακολουθώντας τη συμπεριφορά των συνθεατών του στις γειτονικές κερκίδες (Ν. Χουρμουζιάδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–