συνηρημένος


συνηρημένος
Προφορά

Ετυμολογία
συνηρημένος μτχ. παθ. πρκμ. του συναιρώ

Ερμηνεία
συνηρημένος

✦ κ. συναιρεμένος, -η, -ο μτχ. ως επίθ. (γραμμ.) που έπαθε συναίρεση: συνηρημένο ρήμα – συνηρημένος τύπος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασυναίρετος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.