συνηθισμένος


συνηθισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
συνηθισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του συνηθίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ συνηθισμένος -η, -ο

✦ αυτός που απόκτησε μια συνήθεια, ο εξοικειωμένος σε κάτι
✦ που γίνεται, συμβαίνει συνήθως: συνηθισμένες αντιδράσεις
✦ όχι εξαιρετικός, όχι ξεχωριστός: συνηθισμένο ταλέντο
✦ φρ. τα συνηθισμένα του, η συνήθης συμπεριφορά κάποιου, το σύνολο των συνηθειών του

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασυνήθιστος, έκτακτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.