συνηθίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συνηθίζω μεσαιωνική ελληνική συνηθίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνηθίζω
✦ κάνω κάτι από συνήθεια
✦ αποκτώ δεξιότητα, ασκούμαι
✦ εξοικειώνομαι με κάτι
✦ προσαρμόζομαι σε ορισμένη κατάσταση
✦ γ΄ εν. παθ. συνηθίζεται, είναι της μόδας, του συρμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–