συνεχόμενος
Προφορά
Ετυμολογία
συνεχόμενος μτχ. ενεστ. του συνέχομαι
Ερμηνεία
συνεχόμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που αποτελεί συνέχεια άλλου, που επικοινωνεί με άλλο: συνεχόμενοι χώροι – συνεχόμενα δωμάτια
✦ επαναλαμβανόμενος με τον ίδιο τρόπο: εξελέγη πρόεδρος σε τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–