συνεχιστέος


συνεχιστέος
Προφορά

Ετυμολογία
συνεχιστέος συνεχίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ συνεχιστέος -α, -ο

✦ αυτός που πρέπει να συνεχιστεί: ο ένας αδερφός εισέπραττε την παιδική τους ζωή σαν συνεχιστέα μνήμη, ενώ ο άλλος σαν απαγορευμένο γεγονός (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.