συνεχής


συνεχής
Προφορά

Ετυμολογία
συνεχής αρχαία ελληνική συνεχής

Ερμηνεία
επίθετο┘ συνεχής -ής, -ές

✦ που υπάρχει, συμβαίνει, επέρχεται χωρίς διακοπή: απαιτείται επίμονη και συνεχής προσπάθεια – συνεδρίαζαν επί πέντε συνεχείς ημέρες
✦ που συνδέεται, που επικοινωνεί με άλλον

Συνώνυμα
συναπτός, διαρκής
Αντίθετα
ασυνεχής
Επιρρήματα
συνεχώς, χωρίς διακοπές: φρ.συνεχώς και αδιαλείπτως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.