συνεφαπτομένη


συνεφαπτομένη
Προφορά

Ετυμολογία
συνεφαπτομένη └θηλ┘ μτχ. ενεστ. του αρχαίου ελληνικού συνεφάπτομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνεφαπτομένη

✦ ο λόγος του συνημιτόνου προς το ημίτονο τόξου ή γωνίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.