συνεφέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
συνεφέρνω συνέφερα, αόρ. του συμφέρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνεφέρνω
✦ επαναφέρω κάποιον στις αισθήσεις του: πασχίζανε να τη συνεφέρουν με τον αιθέρα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (αμτβ.) ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου ή τις δυνάμεις μου: του δώσανε ζεστό κρασί να πιεί, να συνεφέρει (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
συνέρχομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–