συνεσταλμένος


συνεσταλμένος
Προφορά

Ετυμολογία
συνεσταλμένος μτχ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού συστέλλομαι

Ερμηνεία
συνεσταλμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ντροπαλός, μαζεμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδιάντροπος, ιταμός, θρασύς
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.