συνεργισμός
Προφορά
Ετυμολογία
συνεργισμός └αγγλ┘synergism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συνεργισμός
✦ διδασκαλία κατά την οποία η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ανθρώπινης ελευθερίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–