συνεργία
Προφορά
Ετυμολογία
συνεργία αρχαία ελληνική συνεργία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνεργία
✦ σύμπραξη, συνεργασία
✦ συμμετοχή σε αξιοκατάκριτη πράξη
✦ συνενοχή |(ιατρ.) η συνεργασία οργάνων του σώματος στην επιτέλεση ορισμένης λειτουργίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–