συνειρμός
Προφορά
Ετυμολογία
συνειρμός μεταγενέστερη ελληνική συνειρμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συνειρμός
✦ αλληλουχία, λογική συνάρτηση
✦ (ψυχολ.) ανάπλαση παραστάσεως, προκαλούμενη από άλλη παράσταση με την οποία η αναπλασσόμενη είναι συνδεδεμένη
✦ σύνδεση παραστάσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–