συνειδητός


συνειδητός
Προφορά

Ετυμολογία
συνειδητός αρχαία ελληνική σύνοιδα

Ερμηνεία
επίθετο┘ συνειδητός -ή, -ό

✦ που γίνεται με επίγνωση
✦ (για πρόσ.) που έχει επίγνωση ενός πράγματος, συναίσθηση της καταστάσεώς του: συνειδητός δημοκράτης

Συνώνυμα
ενσυνείδητος
Αντίθετα
ασυνείδητος
Επιρρήματα
συνειδητά (Κ συνειδητώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.