συνειδητοποίηση


συνειδητοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
συνειδητοποίηση συνειδητοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνειδητοποίηση

✦ η απόκτηση συνειδήσεως, σαφούς και ενσυνείδητης γνώσης για τη σημασία γεγονότος ή καταστάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.