συνεγγυήτρια


συνεγγυήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
συνεγγυήτρια μεταγενέστερη ελληνική συνεγγυητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνεγγυήτρια

✦ θηλ. συνεγγυήτρια ο εγγυώμενος από κοινού με άλλον ή άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.