συνείδηση
Προφορά
Ετυμολογία
συνείδηση αρχαία ελληνική συνείδησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνείδηση
✦ η αντίληψη του έξω κόσμου σε σχέση με το εγώ
✦ το κέντρο των ψυχικών φαινομένων, το εγώ
✦ η κρίση του ατόμου για τον ηθικό χαρακτήρα των πράξεών του, ο αυτοέλεγχος
✦ επίγνωση, συναίσθηση: δεν έχει συνείδηση των πράξεών του
✦ φρ. κατά συνείδηση, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και τις αρχές κάποιου: οι βουλευτές θα ψηφίσουν κατά συνείδηση
✦ αφοσίωση στο καθήκον, ευσυνειδησία: επαγγελματική συνείδηση
✦ το σύνολο των αντιλήψεων, συναισθημάτων, εντυπώσεων κτλ. που έχει ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων για μια κοινωνική ή πολιτική κατάσταση: ταξική – εθνική συνείδηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ασυνειδησία
Επιρρήματα
–