συνδρομητικός


συνδρομητικός
Προφορά

Ετυμολογία
συνδρομητικός συνδρομητής

Ερμηνεία
επίθετο┘ συνδρομητικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνδρομητή
✦ συνδρομητική τηλεόραση – συνδρομητικό κανάλι, τηλεοπτικός σταθμός που εκπέμπει πρόγραμμα μόνο για τους συνδρομητές του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.