συνδρομητής


συνδρομητής
Προφορά

Ετυμολογία
συνδρομητής συνδρομή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνδρομητής

✦ θηλ. συνδρομήτρια πρόσωπο που πληρώνει κατά διαστήματα συνδρομή, συνεισφορά για κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.