συνδιοικητής


συνδιοικητής
Προφορά

Ετυμολογία
συνδιοικητής συν + διοικητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνδιοικητής

✦ θηλ. συνδιοικήτρια αυτός που διοικεί κάτι μαζί με άλλον ή άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.