συνδικαλισμός


συνδικαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
συνδικαλισμός └γαλλ┘ syndicalisme > syndical

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνδικαλισμός

✦ η κίνηση οργανώσεως των εργαζομένων για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους
✦ η δράση που αναπτύσσουν τα μέλη συνδικάτου
✦ θεωρία για τον πολιτικό και οικονομικό ρόλο των συνδικάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.