συνδετικός
Προφορά
Ετυμολογία
συνδετικός μεταγενέστερη ελληνική συνδετικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συνδετικός -ή, -ό
✦ που συνδέει, που χρησιμεύει για σύνδεση
✦ συνδετικός κρίκος, (μτφ. ) πρόσωπο ή πράγμα που συνδέει συναισθηματικά ή λογικά πρόσωπα ή πράγματα μεταξύ τους: το παιδί έγινε ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο οικογένειες – ο χορός αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις τέχνες του χώρου και του χρόνου (Κ. Βάρναλης)
✦ (ανατομ.) συνδετικός ιστός, ινώδης ιστός που συνδέει και συνέχει ιστούς και όργανα του σώματος
✦ (γραμμ.) συνδετικό ρήμα, το ρήμα που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο μιας προτάσεως (κυρίως το είμαι και γίνομαι της νεοελληνικής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–