συνδέω
Προφορά
Ετυμολογία
συνδέω αρχαία ελληνική συν-δέω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνδέω
✦ ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα
✦ (τεχνολ.) τοποθετώ στη σωστή θέση τα εξαρτήματα μηχανής, συσκευής κτλ.: συνδέω τα τμήματα της μηχανής
✦ ενώνω ιδ. ηλεκτρική συσκευή με το δίκτυο παροχής ενέργειας
✦ (μτφ. ) δημιουργώ, συνάπτω φιλικούς, συγγενικούς, κοινωνικούς ή άλλους δεσμούς: μας συνδέει στενή φιλία
✦ εξασφαλίζω την επικοινωνία ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένα σημεία με συγκοινωνιακά, ραδιοηλεκτρικά, τηλεφωνικά κτλ. μέσα
✦ εξαρτώ κάτι από άλλο: συνδέει την αμοιβή με την παραγωγικότητα
✦ συσχετίζω: συνδέουν την άνοδο των τιμών στο χρηματιστήριο με την εκλογή του νέου πρωθυπουργού
✦ (παθ.) συνδέομαι, έχω ή συνάπτω φιλικούς, συγγενικούς, κοινωνικούς ή άλλους δεσμούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–