συναφής


συναφής
Προφορά

Ετυμολογία
συναφής αρχαία ελληνική συναφής

Ερμηνεία
επίθετο┘ συναφής -ής, -ές

✦ ο συνδεόμενος με κάτι άμεσα
✦ που έχει άμεση σχέση ή ομοιότητα με κάτι

Συνώνυμα
σχετικός, παρεμφερής
Αντίθετα
άσχετος
Επιρρήματα
συναφώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.