συνασπισμός


συνασπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
συνασπισμός μεταγενέστερη ελληνική συνασπισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συνασπισμός

✦ στενή συνεργασία, συμμαχία ατόμων, ομάδων, κομμάτων, κρατών κτλ. για κοινή επιδίωξη: η συντριβή του φασιστικού συνασπισμού ήταν, τώρα πια, ορατή (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.