συνασπίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συνασπίζω αρχαία ελληνική συνασπίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνασπίζω
✦ ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή και επίθεση
✦ (μέσ.) συνασπίζομαι, συμμαχώ, συνενώνομαι με άλλους για κοινή δράση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–