συναρτώ


συναρτώ
Προφορά

Ετυμολογία
συναρτώ αρχαία ελληνική συναρτάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα συναρτώ -άς, -ά

✦ συνάπτω, συνδέω
✦ (παθ.) συναρτώμαι, συνδέομαι στενά με κάτι, εξαρτώμαι από κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.