συναρπάζω
Προφορά
Ετυμολογία
συναρπάζω αρχαία ελληνική συναρπάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συναρπάζω
✦ (συνήθ. μτφ.) συγκινώ ευχάριστα και έντονα, καταγοητεύω: ήταν αληθινά συγκινημένος. Με κόπο άρχισε να μου μιλά για την παράσταση, για το παίξιμό μου, που τον είχε… συναρπάσει (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μέσ.) συναρπάζομαι, καταγοητεύομαι
✦ εξοργίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–