συνέχω


συνέχω
Προφορά

Ετυμολογία
συνέχω αρχαία ελληνική συν-έχω

Ερμηνεία
ρήμα συνέχω

✦ συγκρατώ
✦ εμποδίζω την εκδήλωση
✦ (για φόβο) διακατέχω: φόβος με συνέχει περισσός (Τ. Παπατσώνης) – φόβος και τρόμος σύνεχε τους Γιαννιώτες (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ (μέσ.) συνέχομαι, αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.