συνέρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
συνέρχομαι αρχαία ελληνική συνέρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνέρχομαι
✦ έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο, συναθροίζομαι, συνάζομαι: συνήλθαν σε σύσκεψη
✦ ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου: δε συνήλθε ακόμα από τη νάρκωση
✦ ανακτώ την ψυχική μου γαλήνη: φαίνεται πως θ’ αργήσει να συνέλθει από το πλήγμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–