συνέργεια
Προφορά
Ετυμολογία
συνέργεια αρχαία ελληνική συνεργής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνέργεια
✦ βλ. συνεργία: για να γίνουν έργα μεγάλα, δε φτάνει ένας μόνο να τα κάμει· χρειάζεται η συνέργεια ολωνών (Γ. Ψυχάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–