συμφιλιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
συμφιλιώνω μεσαιωνική ελληνική συμφιλιόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμφιλιώνω
✦ αποκαθιστώ φιλία που έχει διακοπεί, συνδιαλλάσσω
✦ (για πράγμ.) επιτυγχάνω ώστε να πάψει να υφίσταται διαφωνία, διένεξη, διαμάχη κτλ.: κατάφεραν να συμφιλιώσουν τις διαφορές τους
✦ επιτυγχάνω να συμφωνήσουν μεταξύ τους, να συνυπάρξουν αρμονικά διαφορετικά ή αντιτιθέμενα στοιχεία (σκοποί, καταστάσεις, ιδέες, συναισθήματα κτλ.): ο ποιητής συμφιλιώνει την ορμή της νιότης με τη φρόνηση
Συνώνυμα
φιλιώνω, μονοιάζω, αγαπίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–