συμφέρων


συμφέρων
Προφορά

Ετυμολογία
συμφέρων μτχ. ενεστ. του ρήματος συμφέρω

Ερμηνεία
συμφέρων

✦ -ουσα, -ον μτχ. ως επίθ. αυτός που συμφέρει, χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής: συμφέρουσα τιμή – συμφέροντες όροι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.