συμφέρον
Προφορά
Ετυμολογία
συμφέρον αρχαία ελληνική συμφέρον, └ουδ┘ της μτχ. του ρήματος συμφέρω
Ερμηνεία
συμφέρον
✦ όφελος, κέρδος
✦ φρ. έχω συμφέρον, έχω όφελος από κάτι ή πρόκειται να ωφεληθώ από κάτι – τα καλά και συμφέροντα, γι’ αυτόν που αποβλέπει μόνο στο προσωπικό υλικό συμφέρον
✦ πληθ. συμφέροντα, οικονομικές δραστηριότητες που αποσκοπούν σε μεγάλο κέρδος: μεγάλα συμφέροντα κρύβονται πίσω από τα δημόσια έργα· (κ. συνεκδ.) τα πρόσωπα που ασκούν αυτές τις δραστηριότητες: η κυβέρνηση είναι δέσμια των μεγάλων συμφερόντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–