συμπύκνωση


συμπύκνωση
Προφορά

Ετυμολογία
συμπύκνωση συμπυκνώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπύκνωση

✦ ελάττωση του όγκου ή περιορισμός της έκτασης
✦ αύξηση της συνοχής
✦ μετατροπή αερίου σε υγρό ή στερεό

Συνώνυμα

Αντίθετα
αραίωση, ανάπτυξη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.