συμπότης


συμπότης
Προφορά

Ετυμολογία
συμπότης αρχαία ελληνική συμπότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμπότης

✦ που πίνει μαζί με άλλον ή άλλους, σύντροφος στο ποτό
✦ σύντροφος σε συμπόσιο, συμποσιαστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.