συμπόνια
Προφορά
Ετυμολογία
συμπόνια συμπονώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συμπόνια
✦ συναίσθηση του ξένου πόνου, ευσπλαχνία, οίκτος: σε πιάνει τότε μια τρυφερή συμπόνια, μια στοργή που φτάνει ίσαμε τα δάκρυα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απονιά, απανθρωπιά
Επιρρήματα
–