συμπόνεση


συμπόνεση
Προφορά

Ετυμολογία
συμπόνεση συμπονώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπόνεση

✦ συμπόνια (βλ. λ.) : μια συμπόνεση τον έπαιρνε, η αγάπη ξεχείλιζε από μέσα του (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.