συμπτύσσω
Προφορά
Ετυμολογία
συμπτύσσω αρχαία ελληνική συμπτύσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμπτύσσω
✦ διπλώνω, μαζεύω
✦ περιορίζω πολλά σε μικρό χώρο, πυκνώνω
✦ συντέμνω, συντομεύω
✦ συμπτύσσομαι, (για στρατιωτικές δυνάμεις) υποχωρώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απλώνω, εκτείνω ,αναπτύσσω ,επεκτείνω, επιμηκύνω, παρατείνω ,αναπτύσσομαι, προωθούμαι
Επιρρήματα
–